στροβιλιστικός

στροβιλιστικός
-ή, -ό
αυτός που έχει την τάση να στροβιλίζεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στροβιλιστικός — ή, ό, Ν [στροβιλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροβιλισμό 2. αυτός που γίνεται με στροβιλισμό («στροβιλιστικός χορός») 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι στροβιλιστικοί ζωολ. ομοταξία πλατυελμίνθων που περιλαμβάνει πέντε τάξεις οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”